divulge
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
P. and V. εκφέρειν, μηνύειν, κατειπεῖν, V. προμηνύειν; see disclose.
reveil: P. and V. ἀποκαλύπτειν, Ar. and V. ἐκκαλύπτειν, V. διαπτύσσειν (also Plato but rare P.), ἀναπτύσσειν, ἀνοίγειν.
that may be divulged, adj.: P. and V. ἔκφορος. V. ῥητός, Ar. and V. λεκτός.