enclosure
From LSJ
Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt
English > Greek (Woodhouse)
substantive
P. τόπος περιβεβλημένος (Dem. 1077), P. and V. περίβολος, ὁ.
sacred enclosure: P. and V. τέμενος, τό, ἄλσος, τό (Plato), V. σηκός, ὁ, σήκωμα, τό.
here is the enclosure surrounding the Achaean ships: V. αἱδ' Ἀχαιῶν ναύλοχοι περιπτυχαί (Eur., Hecuba 1015).