incontrovertible
From LSJ
Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
English > Greek (Woodhouse)
adjective
P. ἀναμφισβήτητος, ἀνέλεγκτος, ἀνεξέλεγκτος, οὐκ ἀντίλεκτος.
Spanish > Greek
ἀμετάπτωτος, ἀναντίρρητος, ἀδίστακτος, ἀμετάθετος, ἀδιάστροφος