αὐτοσχεδές
From LSJ
Ἡ δὲ Σελήνη γενομένη μὲν ἐκ τῆς ἀντανακλάσεως τοῦ ἡλιακοῦ φωτὸς → the moon having been made from the reflection of sunlight (Vettius Valens, Anthologies 1.14)
English (LSJ)
τό, a kind of woman's A shoe, Hsch.; cf. αὐτοσχιδής.
Spanish (DGE)
-οῦς, τό
un tipo de calzado femenino sencillo, Hermipp.17, quizá por αὐτοσχιδές o αὐτοσχεδίς.