αὐτοπροθύμως
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
English (LSJ)
[ῡ], Adv. A voluntarily, EM173.8.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοπροθύμως: ἐπίρρ. ἐξ οἰκείας προθυμίας, λίαν προθύμως, Ἐτυμ. Μ. 173. 8.
Spanish (DGE)
voluntariamente, EM 173.8G.