γραφιοειδής
From LSJ
Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrum → Gewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick
English (LSJ)
ές, A like a stylus, γ. ἔκφυσις styloid process of the temporal bone, Gal.UP7.19, 11.4.
Greek (Liddell-Scott)
γραφιοειδής: ἡμαρτημ. γρ. ἀντὶ τῆς ὀρθῆς γραφειοειδής.