διάστολον
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
English (LSJ)
τό, in pl., A dispositions of a deed, PLond.1727.58(vi A. D.).
Spanish (DGE)
-ου, τό
disposición μὴ παραβαίνειν τὰ προδεδηλουμένα διάστολα en una escritura PLond.1727.58 (VI d.C.).
Greek Monolingual
διάστολον, το (Α)
(συνηθ. στον πληθ.) τα διάστολα
οι διατάξεις συμφωνητικού εγγράφου.