διασωστής
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
Full diacritics: διασωστής | Medium diacritics: διασωστής | Low diacritics: διασωστής | Capitals: ΔΙΑΣΩΣΤΗΣ |
Transliteration A: diasōstḗs | Transliteration B: diasōstēs | Transliteration C: diasostis | Beta Code: diaswsth/s |
οῦ, ὁ, A policeman, Just.Nov.130.1.
-οῦ, ὁ guía, conductor Iust.Nou.130.1.
διασωστής, ο (Μ)
αυτός που περιφρουρεί την ασφάλεια τών πολιτών, ο αστυφύλακας.