κίσσησις
From LSJ
Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht
Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht
Full diacritics: κίσσησις | Medium diacritics: κίσσησις | Low diacritics: κίσσησις | Capitals: ΚΙΣΣΗΣΙΣ |
Transliteration A: kíssēsis | Transliteration B: kissēsis | Transliteration C: kissisis | Beta Code: ki/sshsis |
εως, ἡ, A = κίσσα 11, Gal.19.455.
κίσσησις, απ. τ. κίττησις, ἡ (Α) [[[κισσώ]] (Ι)]
1. η ιδιομορφία της όρεξης τών εγκύων, κίσσα
2. μτφ. σύλληψη, γέννηση («ποῡ ἡ κίσσησις τῆς φαντασιολογίας», Επιφάν.).