καλλιπρόσωπος
From LSJ
Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr
English (LSJ)
ον, A with beautiful face, Γαλάτεια Philox.8.
German (Pape)
[Seite 1310] mit schönem Angesicht, Philox. bei Ath. XIII, 564 e.
Greek (Liddell-Scott)
καλλιπρόσωπος: -ον, ἔχων ὡραῖον πρόσωπον, Φιλόξ. παρ’ Ἀθην. 564Ε.
Greek Monolingual
καλλιπρόσωπος, -ον (Α)
αυτός που έχει ωραίο πρόσωπο.