λαχανόπωλις
From LSJ
Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr
English (LSJ)
ιδος, ἡ, A = -ήτρια, Ar.V.497, Alexand.Com.7.
German (Pape)
[Seite 20] ιδος, ἡ, fem. zu λαχανοπώλης, Ar. Vesp. 497 u. Sp.
Greek Monolingual
η (Α λαχανόπωλις, -ώλιδος) βλ. λαχανοπώλης.
Russian (Dvoretsky)
λᾰχᾰνόπωλις: ῐδος ἡ продавщица овощей, зеленщица Arph.