μητρολῴας
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
English (LSJ)
A v. μητραλοίας.
Greek Monolingual
μητρολῴας, ὁ (Α)
βλ. μητραλοίας.
Chinese
原文音譯:mhtralóaj 姆特而阿羅阿士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:母親-打穀
字義溯源:弒母者,弒母;由(μήτηρ)*=母親)與(ἅλων)*=打穀場)組成
出現次數:總共(1);提前(1)
譯字彙編:
1) 弒母的(1) 提前1:9