νεφεληδόν
From LSJ
Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίων † τὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort
English (LSJ)
Adv. A in the manner of clouds, Nonn.D.15.1.
Greek (Liddell-Scott)
νεφεληδόν: Ἐπίρρ., ὡς αἱ νεφέλαι, κατὰ τὸν τρόπον τῶν νεφελῶν, Νόνν. Δ. 15. 1.
Greek Monolingual
νεφεληδόν (Α)
επίρρ. κατά τον τρόπο τών νεφελών, όπως οι νεφέλες, δηλ. σε μεγάλο αριθμό («νεφεληδὸν ἐπέρρεον αἴθοπες Ἰνδοί», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφέλη + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. βαθμ-ηδόν)].