νουσολύτης

From LSJ
Revision as of 13:39, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νουσολύτης Medium diacritics: νουσολύτης Low diacritics: νουσολύτης Capitals: ΝΟΥΣΟΛΥΤΗΣ
Transliteration A: nousolýtēs Transliteration B: nousolytēs Transliteration C: nousolytis Beta Code: nousolu/ths

English (LSJ)

[ῠ], ου, ὁ,    A freeing from illness, Παιάν Epigr.Gr.1026.

Greek (Liddell-Scott)

νουσολύτης: [ῠ], -ου, ὁ, ὁ ἀπὸ νόσου ἀπαλλάτων, Παιάν Ἑλλην. Ἐπιγρ. 1026.

Greek Monolingual

νουσολύτης και νοσολύτης, ὁ (Α)
αυτός που γιατρεύει, που απαλλάσσει από αρρώστια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νοῦσος / νόσος + -λύτης (< λύω), πρβλ. χρησμο-λύτης, ωδινο-λύτης].