Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
Full diacritics: πάτραρχος | Medium diacritics: πάτραρχος | Low diacritics: πάτραρχος | Capitals: ΠΑΤΡΑΡΧΟΣ |
Transliteration A: pátrarchos | Transliteration B: patrarchos | Transliteration C: patrarchos | Beta Code: pa/trarxos |
ὁ, (ἄρχω) A tutelary god, LXXIs.37.38.
πάτραρχος: ὁ, (ἄρχω) πατρῷος θεός, θεὸς ἐφέστιος ἢ πολιοῦχος, Ἑβδ. (Ἡσαΐ. ΛΒ΄, 38).
ὁ, Α
πατρώος θεός, προστάτης, πολιούχος, εφέστιος θεός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, -τρός + -αρχος].