πλεονοδάκτυλος

From LSJ
Revision as of 17:40, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τὸ αὐτοπροαίρετον τε καὶ αὐτεξούσιον → free will

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλεονοδάκτῠλος Medium diacritics: πλεονοδάκτυλος Low diacritics: πλεονοδάκτυλος Capitals: ΠΛΕΟΝΟΔΑΚΤΥΛΟΣ
Transliteration A: pleonodáktylos Transliteration B: pleonodaktylos Transliteration C: pleonodaktylos Beta Code: pleonoda/ktulos

English (LSJ)

ον,    A having more than the normal number of fingers, Gal.19.454.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει δάχτυλα περισσότερα από τον κανονικό αριθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλείων / πλέων, πλέονος + -δάκτυλος (< δάκτυλος), πρβλ. μονο-δάκτυλος.