πλαστικάριος
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
English (LSJ)
ὁ, A potter (?), PSI8.955 (vi A. D.).
Greek Monolingual
ὁ, Α
πιθ. αγγειοπλάστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλαστικός + κατάλ. -άριος (< λατ. κατάλ. -arius), πρβλ. μουσι-άριος].