πρυτανάρχης
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
English (LSJ)
ου, ὁ, A president of a board of πρυτάνεις, Ath.Mitt.6.42 (Cyzicus).
Greek (Liddell-Scott)
πρυτανάρχης: ὁ, ὁ τῶν πρυτάνεων ἀρχηγός, Ἐπιγρ. Κυζίκου, Mitth. d, d. arch. Inst. VI, σ. 42.