ἀβλαβία
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
ἡ, poet. for A ἀβλάβεια 11, ἀβλαβίῃσι νόοιο h.Merc.393; Ἀβλαβίαι personified, SIG1014.67 (Erythrae); sg. in later Prose, Phld.Piet.28.
Greek (Liddell-Scott)
ἀβλᾰβία: ἡ, ποιητ. ἀντὶ ἀβλάβεια· ἀβλαβίῃσι νόοιο· ὑμ. Ὁμηρ. εἰς Ἑρμ. 393.
Spanish (DGE)
(ἀβλᾰβία) -ας, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
1 falta de intención de dañar, benignidad ἐπ' ἀβλαβίῃσι νόοιο sin dobleces de pensamiento, h.Merc.393, de los dioses para con los hombres, Phld.Piet.2051, personif. euf. de las Erinis Ἀβλαβίαι IEryth.201a.34 (III a.C.).
2 seguridad, ausencia de daño ὑπὲρ εὐκαρπίας καὶ ἀβλαβίας τῶν καρπῶν Hell.9.63 n.4 (Cízico I d.C.), cf. ἀβλάβεια, ἀβλοπία.
Greek Monotonic
ἀβλᾰβία: ἡ, Επικ. αντί ἀβλάβεια, σε Ομηρ. Ύμν.