ἀνεμόφθορος
From LSJ
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
English (LSJ)
ον, A blasted by the wind, LXX Ho.8.7, Ph.2.431.
German (Pape)
[Seite 223] vom Winde verdorben, zerstört, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεμόφθορος: -ον, ὁ ὑπὸ τοῦ ἀνέμου φθαρείς, ὅτι ἀνεμόφθορα ἔσπειραν Ἑβδ. (Ὠσηὲ 8. 7), Φίλων 2. 431.
Spanish (DGE)
-ον
1 consumido, agostado por el viento στάχυες λεπτοὶ καὶ ἀνεμόφθοροι ἀνεφύοντο LXX Ge.41.6, cf. Pall.H.Laus.47.11, πᾶν τὸ σπειρόμενον ... ἀνεμόφθορον LXX Is.19.7, ἀνεμόφθορα ἔσπειραν LXX Os.8.7, οἱ καρποί Ph.2.431, γενήματα PMasp.2.2.26 (VI d.C.), cf. POxy.2332.19 (III d.C.).
2 fig. vacío, falso χειροτονία Pall.V.Chrys.16 (M.47.53).