ἀντίρρινον
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
English (LSJ)
τό, A calf's snout, Antirrhinum Orontium, Thphr.HP 9.19.2 (codd. -ριζον, cf. Hsch.), Dsc.4.130.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίρρινον: τό, φυτὸν ἄγριον καὶ ἥμερον, ἔχον ἄνθος διχειλές, κοινῶς λυκόστομον, καθότι πιεζόμενον περὶ τὴν βάσιν αὐτοῦ ἀνοίγει ὡς στόμα λύκου· κατὰ τὸν Θεόφρ., Ἱστ. Φ. 9. 19, 2, ὅμοιόν ἐστι τῇ ἀπαρίνῃ· ῥίζα δὲ οὐχ ὕπεστιν· ὁ δὲ καρπὸς ὥσπερ μόσχου ῥίνας ἔχει Διοσκ. 4.1 33, Γαλην. Γλωσσ. σ. 437.
Spanish (DGE)
-ου, τό
bot. dragón, cabeza de dragón, Antirrhinum orontium L. κυνοκεφάλαιον· οἱ δὲ ἀντίρρινον Dsc.4.130, cf. Plin.HN 25.129, Ps.Apul.Herb.86.13, 87.6, Hsch.