ἀνυφάντης
From LSJ
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
English (LSJ)
ου, ὁ, A one who weaves anew, Suid.:—fem. ἀνῠφ-άντρια, Eust.1764.60.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ zurcidor Sud.s.u. ὑφάντης.
Greek Monolingual
ο (θηλ. -ντρια, -ντρα, -ντού) (Μ ἀνυφαντής)
1. ο υφαντής, αυτός που υφαίνει ή που ξαναϋφαίνει
2. η αράχνη η υφαντική.