ἀποδιαλαμβάνω
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
English (LSJ)
A set apart, Syrian.in Metaph. 64.40; discuss separately, Dex.in Cat.59.16, Herm.in Phdr.p.115A., etc.
Spanish (DGE)
de abstr. seleccionar αἱ ἄλλαι τέχναι ... τὸ πρόσφορον ἑαυταῖς ἀποδιαλαβοῦσαι Syrian.in Metaph.64.40, mat. ἡ δὲ ἔκθεσις αὐτὸ καθ' ἑαυτὸ τὸ δεδομένον ἀποδιαλαβοῦσα προευτρεπίζει τῇ ζητήσει Hero.Def.136.13
•separar ἀποδιαλαμβανόμενα χωρία lugares separados (en el arca de Noé), Origenes Hom.2 in Gen.
•considerar, discutir por separado καθ' ἑαυτά Dexipp.in Cat.59.16, ἡμεῖς αὐτὴν ἐφ' ἑαυτῆς ἀποδιαλαβόντες Herm.in Phdr.115.