ἀπωστέον
From LSJ
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
English (LSJ)
A one must reject, E.HF294.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπωστέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ἀπωθήσῃ, νὰ ἀπορρίψῃ, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 294.
Spanish (DGE)
hay que rechazar ἐμοί τε μίμημ' ἀνδρὸς οὐκ ἀ. para mí el ejemplo de mi marido no es rechazable E.HF 294.
Greek Monotonic
ἀπωστέον: ρημ. επίθ. του ἀπωθέω, αυτό που πρέπει κάποιος να απωθήσει, να απορρίψει, σε Ευρ.