ἀφηλικιότης
From LSJ
ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all
English (LSJ)
ητος, ἡ, A childhood, nonage, Eust.1282.24, PLond.1.113(1).18 (vi A. D.). ἀφήλῐκος, ον, = sq., PMasp.6.2 (vi A. D.).
Greek Monolingual
ἀφηλικιότης, η (Μ) αφήλικος
η κατάσταση του ανήλικου.