ἐνοχοποιός
From LSJ
πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false
English (LSJ)
όν, A creating obligations, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνοχοποιός: ὁ, ὁ ἐνοχοποιῶν τινα, Γλωσσ.
Spanish (DGE)
-όν obligatorio, vinculante, Gloss.2.299.