ἐνθρύβω
From LSJ
Θεῶν ὄνειδος τοὺς κακοὺς εὐδαιμονεῖν → Crimen deorum est improbi felicitas → Ein Vorwurf an die Götter ist der Schurken Glück
English (LSJ)
A = ἐνθρύπτω, Harp. s.v. ἔνθρυπτα.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνθρύβω: ἐνθρύπτω, τὰ ἐνθρυβόμενα βρώματα Ἁρποκρ. ἐν λέξει ἔνθρυπτα.
Spanish (DGE)
desmenuzar en v. pas. τὰ ἐνθρυβόμενα βρώματα Harp.s.u. ἔνθρυπτα.