ἐξερυγγάνω
From LSJ
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
English (LSJ)
A utter, aor. 2 (in tmesi) ἐξ ἂν ἐπεὶ καὶ τῶν ἤρυγες ἱστορίην Call.Aet.3.1.7; cf. ἐξερεύγομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξερυγγάνω: ἐκπέμπω, στεναγμοὺς ἐκ βαθέων ἐξερυγγάνουσα Θεόδ. Ὑρτακ. ἐν Ἀνεκδ. Boiss τ. 3. σ. 69.