ἔργανα
From LSJ
Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile
English (LSJ)
τά (also γέργανα, i.e. ϝέργ-), A = ἐργαλεῖα, Hsch. ἐργανεῖον (-λεῖον cod., extra ordinem), τό, = ἐργαστήριον (Tarent.), Id.
Greek (Liddell-Scott)
ἔργανα: (Βοιωτ.)· «ἐργαλεῖα, σκεύη χειρῶν» Ἡσύχ.