ἔργανα
From LSJ
Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt
English (LSJ)
τά (also γέργανα, i.e. ϝέργ-), = ἐργαλεῖα, Hsch. ἐργανεῖον (-λεῖον cod., extra ordinem), τό, = ἐργαστήριον (Tarent.), Id.
Greek (Liddell-Scott)
ἔργανα: (Βοιωτ.)· «ἐργαλεῖα, σκεύη χειρῶν» Ἡσύχ.