ἵλαμαι
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
English (LSJ)
= A ἱλάομαι, ἵλαμαι δέ σ' ἀοιδῇ h.Hom.19.48, 21.5; Ἄρτεμιν ἵλασθαι θέλξα
German (Pape)
[Seite 1250] ep. = ἱλάσκομαι; σὲ ἀοιδῇ H. h. 20, 5; ἵλαθι s. unter ἵλημι.
Greek (Liddell-Scott)
ἵλαμαι: μεταγεν. τύπος ἰσοδύναμος τῷ ἱλάομαι, ἱλάσκομαι, ἵλαμαι δέ σ’ ἀοιδῇ Ὁμ. Ὕμν, 20. 5· Ἀργοτέρην Ὀρφ. Ἀργ. 942· πρβλ. ἵλημι ῐ ἐν Ὁμ. Ὕμν., ῑ ἐν Ὀρφικ. ἐν ἄρσει.
Greek Monolingual
ἵλαμαι (Α)
(επικ. τ.) βλ. ιλάσκομαι.
Greek Monotonic
ἵλᾰμαι: = ἱλάσκομαι, σε Ομηρ. Ύμν.