ὀλιγοχώρητος
From LSJ
English (LSJ)
ον, A small in area, Anon.in Rh.7.16.
Greek Monolingual
ὀλιγοχώρητος, -ον (Α)
μικρός στην έκταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + χωρῶ].
Full diacritics: ὀλῐγοχώρητος | Medium diacritics: ὀλιγοχώρητος | Low diacritics: ολιγοχώρητος | Capitals: ΟΛΙΓΟΧΩΡΗΤΟΣ |
Transliteration A: oligochṓrētos | Transliteration B: oligochōrētos | Transliteration C: oligochoritos | Beta Code: o)ligoxw/rhtos |
ον, A small in area, Anon.in Rh.7.16.
ὀλιγοχώρητος, -ον (Α)
μικρός στην έκταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + χωρῶ].