βαλαντιοκλέπτης
From LSJ
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
English (LSJ)
ου, ὁ, A cutpurse, Phryn.201 (who condemns the form βαλαντο-).
German (Pape)
[Seite 428] ὁ, Geldbeuteldieb, VLL.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ ratero, excusabolsas βαλαντοκλέπτης μὴ λέγε, ἀλλὰ β. Phryn.196.