βυρσοδεψικός

From LSJ
Revision as of 20:40, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βυρσοδεψικός Medium diacritics: βυρσοδεψικός Low diacritics: βυρσοδεψικός Capitals: ΒΥΡΣΟΔΕΨΙΚΟΣ
Transliteration A: byrsodepsikós Transliteration B: byrsodepsikos Transliteration C: vyrsodepsikos Beta Code: bursodeyiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A of or for tanning, Hp.Mul.1.78, Thphr.CP3.9.3: hence -ική, ἡ, art of tanning, Socr.Ep.14.2.

German (Pape)

[Seite 468] zum Gerben gehörig, davon herrührend, Hippocr.; Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

βυρσοδεψικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ χρήσιμος εἰς κατεργασίαν δερμάτων, Ἱππ. 628. 22, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 3. 9, 3.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I de curtir, utilizado para curtir bot. ῥόος (ῥοῦς) ἡ, ὁ β. zumaque de curtir como denominación específica del arbusto dif. del fruto, Hp.Mul.1.78, 80, Gal.12.826, 14.360, 361, Cyran.1.1.27 (ap. crít.).
II subst. ἡ β.
1 arte de curtir Socr.Ep.14.2.
2 bot. ἡ β. zumaque de curtir, e.e. el arbusto, Thphr.CP 3.9.3 (cf. I).

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM βυρσοδεψικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη βυρσοδεψία
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. βυρσοδεψική, η
η τέχνη του βυρσοδέψη
(αρχ. -μσν.) ο χρήσιμος ή ο κατάλληλος για τη βυρσοδεψία.