δανειστέον
From LSJ
Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
English (LSJ)
A one must lend money, Plu.2.408c.
Greek (Liddell-Scott)
δᾰνειστέον: ῥημ. ἐπίθ. = πρέπει τις νὰ δανείσῃ (χρήματα), Πλούτ. 2. 408C.
Spanish (DGE)
hay que prestar dinero Plu.2.408c.