τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life
ἄγυιος, -ον (Α)αυτός που δεν έχει μέλη ή ο ασθενικός κατά τα μέλη του σώματος.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + γυῖον (= μέλος)].