γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
-η, -ο (Α ἄζωστος, -ον)αυτός που δεν φοράει ζώνη, ο μη ζωσμένοςαρχ.ο μη οπλισμένος, άοπλος.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + ζωστός, ρηματ. επίθ. του ζώννυμι (ζωννύω, ζώνω)].