άνησον

From LSJ
Revision as of 21:55, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont

Menander, Monostichoi, 164

Greek Monolingual

ἄνησον, το κ. ἄνησον κ. ἄνησσον κ. ἄννισον (Α), ἄνισον (AM)
το φυτό γλυκάνισο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο τ. άνησον καθώς και οι συναφείς με αυτόν τύποι πρέπει να διακρίνονται από τον τ. άνηθον καί τους συναφείς του τύπους —πράγμα εξάλλου που συνέβαινε ήδη στην αρχαιότηταεπειδή πρόκειται για δύο διαφορετικά φυτά. Κατά τον Χατζιδάκι (ΜΝΕ Β΄ 602) η ποικιλία στη γραφή των τύπων δείχνει ότι η λ. δεν είναι γνήσια ελληνική, αλλά ήλθε στην Ελλάδα μαζί με το φυτό από την Ασία ή την Αίγυπτο, παθαίνοντας διάφορες κατά τόπους φωνητικές αλλοιώσεις, πιθ. από παρετυμολογικές επιδράσεις συναφών ελληνικών λέξεων. Δεν είναι δυνατόν να εξακριβωθεί ποιος από τους τύπους είναι ο αρχικός. Ο τ. άνισον φαίνεται να προήλθε με ιωτακισμό από τον τ. άνησον, ενώ, σύμφωνα με άλλη άποψη, προήλθε από το αραβ. yansun].