άφωνος
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄφωνος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει φωνή, άλαλος
2. αυτός που δεν βγάζει φωνή, που σωπαίνει
3. γραμμ. (ο πληθ. ουδ. ως ουσ.) τα άφωνα
τα κλειστά σύμφωνα της Ελληνικής, ειδικότερα αυτά που παριστάνονται με τα γράμματα π, τ, κ / β, γ, δ / φ, θ, χ
αρχ.
1. (για πρόσωπα) ο ανίκανος να μιλήσει ή να προφέρει κάτι
2. αυτός που έχει αδύνατη φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερ. + -φωνος < φωνή (πρβλ. αγριόφωνος, βαρβαρόφωνος, ημίφωνος κ.ά.)].