τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life
ἔπιλλος, -ον (Μ)αλλήθωρος.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < επί + ιλλός «αλλήθωρος» (< ίλλω «γυρίζω»)].