αγλαοεργός
From LSJ
ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored
Greek Monolingual
ἀγλαοεργός, -ον (Α)
ο λαμπρός, ο ένδοξος για τις πράξεις του.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγλαός + ἐργός < ἔργον.
ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored
ἀγλαοεργός, -ον (Α)
ο λαμπρός, ο ένδοξος για τις πράξεις του.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγλαός + ἐργός < ἔργον.