ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
ἀελλομάχος, -ον (Μ)αυτός που μάχεται, που παλεύει με τη θύελλα.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄελλα + -μάχος < μάχομαι.