αελλομάχος
From LSJ
ἀναγκαιότεραι μὲν οὖν πᾶσαι ταύτης, ἀμείνων δ᾽ οὐδεμία → accordingly, although all other sciences are more necessary than this, none is more excellent (Aristotle, Metaphysics A 983a10)
Greek Monolingual
ἀελλομάχος, -ον (Μ)
αυτός που μάχεται, που παλεύει με τη θύελλα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄελλα + -μάχος < μάχομαι.