νῦν δ' ἐχθρὰ πάντα, καὶ νοσεῖ τὰ φίλτατα (Euripides' Medea 16) → but now their love is all turned to hate, and endearment withers
ο, η (θηλ. και -ούχα)
1. αυτός που βρίσκεται σε άδεια, που απουσιάζει νόμιμα από την εργασία ή την υπηρεσία του
2. που έχει άδεια για την άσκηση κάποιου επαγγέλματος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άδεια + -ούχος < έχω].