ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
αἰγιπόδης, ο (Α)γιδοπόδαρος, αυτός που έχει πόδια κατσίκας.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἴξ, -γὸς + -πόδης < πούς, -δός].