αθεϊστής
From LSJ
τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life
Greek Monolingual
ο (θηλ. -ίστρια)
οπαδός του αθεϊσμού.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αθεΐζω.
ΠΑΡ. αθεϊστικός].