αθεϊστικός

From LSJ

τὰν ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead

Plutarch, Moralia, 241

Greek Monolingual

-ή, -ό αθεϊστής
αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον αθεϊσμό.