αθεΐζω

From LSJ

παραβλύζειν τοῦ οἴνου ἐν τῷ ὕπνωdisgorge wine in one's sleep, belch a bit of wine in one's sleep

Source

Greek Monolingual

κλίνω προς την αθεΐα, αρνούμαι την ύπαρξη του θεού, είμαι άθεος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άθεος.
ΠΑΡ. αθεΐστής].