αινόλεκτρος
From LSJ
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
Greek Monolingual
αἰνόλεκτρος, -ον (Α)
ο αινόγαμος·
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰνὸς + λέκτρον «κλίνη»].
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
αἰνόλεκτρος, -ον (Α)
ο αινόγαμος·
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰνὸς + λέκτρον «κλίνη»].