Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αἰνόλεκτρος

From LSJ

Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt

Menander, Monostichoi, 640
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰνόλεκτρος Medium diacritics: αἰνόλεκτρος Low diacritics: αινόλεκτρος Capitals: ΑΙΝΟΛΕΚΤΡΟΣ
Transliteration A: ainólektros Transliteration B: ainolektros Transliteration C: ainolektros Beta Code: ai)no/lektros

English (LSJ)

αἰνόλεκτρον,
A fatally wedded, ib.713 (lyr.), Lyc.820.
II with a frightful bed, of the cave of Echidna, Id.1354.

Spanish (DGE)

-ον
1 cuyo lecho trae desgracia, de matrimonio desgraciadoParis, A.A.712, Helena, Lyc.820.
2 que es un lecho terrible μυχός Lyc.1354.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à l'hymen funeste.
Étymologie: αἰνός, λέκτρον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

αἰνόλεκτρος -ον αἰνός, λέκτρον met een ellendig huwelijk.

German (Pape)

unglücklich vermählt, Aesch. Πάρις Ag. 695; Helena bei Lyc. 820, der 1354 κευθμῶνος αἰνόλεκτρος μυχός die Höhle der Echidna mit grausem Lager nennt.

Russian (Dvoretsky)

αἰνόλεκτρος: Aesch. = αἰνόγαμος.

Greek (Liddell-Scott)

αἰνόλεκτρος: -ον, ὁ εἰς ὀλέθριον γάμον ἐλθών, Αἰσχύλ. Ἀγ. 713· πρβλ. αἰνολεχής, αἰνόγαμος. ΙΙ. ὁ φοβερὰν ἔχων κλίνην ἢ κοίτην, περὶ τῶν σπηλαίων τῆς Ἐχίδνης, Λυκόφρ. 1. 354.

Greek Monotonic

αἰνόλεκτρος: -ον (λέκτρον), αυτός που έχει συνάψει ολέθριο γάμο, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

λέκτρον
fatally wedded, Aesch.